- πεδιάσιος
- πεδῐάσιος, ον,A of the plain,
σμύρνα Dsc.1.64
(v.l. -άσιμος) ; οἱ π. dwellers in the plain, Str.15.1.58 ; = πεδιεῖς, Phot., Suid. s.v. πάραλοι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμύρνα Dsc.1.64
(v.l. -άσιμος) ; οἱ π. dwellers in the plain, Str.15.1.58 ; = πεδιεῖς, Phot., Suid. s.v. πάραλοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδιάσιος — of the plain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιάσιος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε άσιος (πρβλ. Φλειάσιος) … Dictionary of Greek
πεδιασίους — πεδιάσιος of the plain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιάσιοι — πεδιάσιος of the plain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)